-
1 ἀπολείπω
A leave over or behind,οὐδ' ἀπέλειπεν ἔγκατα Od.9.292
, cf. Heraclit.56, etc.; D.; bequeath, Test. Epict.2.3, cf. Mosch.3.97; ἀ. κληρονόμον leave as one's heir, POxy. 105.3 (ii A.D.); bequeath to posterity, of writings, D.L.8.58, cf. 7.54.2 leave hold of, lose,ψυχάν Pi.P.3.101
(tm.);βίον S.Ph.
(lyr., tm.); (lyr.): conversely, (lyr.). 3. leave behind in the race, distance: generally, surpass, X.Cyr.8.3.25, Lys.2.4;τινὰ περί τι Isoc.4.50
:—more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., v. infr. 4. leave undisputed: hence, admit, Chrysipp.Stoic.3.173, Phld.Piet.17, S.E.M.7.55, D.L.7.54;αἰτίαν νόσων ἀ. τὸ αἷμα MenoIatr.11.43
; [ὁ Διοκλῆς] τὴν φρόνησιν περὶ τὴν καρδίαν ἀ. Herod.
[voice] Med. in Rh.Mus.49.540.5. leave, allow,ὑπερβολὴν οὐδὲ ταῖς ἑταίραις Jul.Or.7.210d
.II desert, abandon, one's post, etc., οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, of bees, Il.12.169, cf. Hdt.8.41, al.; ἀ. (sc. τὴν πολιορκίην) Id.7.170; τὴν ξυμμαχίαν, τὴν ξυνωμοσίαν, Th.3.9,64; of persons, ; ξεῖνον πατρώϊον ἀ. leave him in the lurch, Thgn.521;ἀπολιπὼν οἴχεται Hdt.3.48
, cf. 5.103, Ar.Ra. 83; of a wife, desert her husband, And.4.14, D.30.4 (not of the husband, Luc.Sol.9); of sailors, desert,τὴν ναῦν D.50.14.2
. c. inf., ἀ. τούτους κακῶς γηράσκειν leave them to grow old, X.Oec. 1.22.3. leave undone or unsaid,ὅσα ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων.. σφέα ἀπετέλεσε Hdt.5.92
.ή; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν ἀ. D.54.4
, cf. Pl.R. 420a; omit, συχνὰ ἀπολείπω ib. 509c.III leave open, leave a space,ἀ. μεταίχμιον οὐ μέγα Hdt.6.77
;ἀ. ὡς πλέθρον X.An. 6.5.11
; μικρὸν ἀ. leaving a small interval, Hero Aut.27.1.IV intr., cease, fail, ; opp. γίνεται, Diog.Apoll.7; of rivers, fall, sink, Hdt.2.14,93;ἀ. τὸ ῥέεθρον Id.2.19
;τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ' ἐπιούσης Arist.Mete. 353a22
; of swallows,δι' ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι Hdt.2.22
; of youth, begin to decay, X.Smp.8.14; fail, flag, lose heart, Id.Cyr.4.2.3; of the moon, wane, Arist.APo.0.98a33.2 c. gen., to be wanting of or in a thing,προθυμίας οὐδὲν ἀ. Th.8.22
, cf. Pl.R. 533a: freq. of numbers,μηδὲν ἀ. τῶν πέντε κτλ. Id.Lg. 828b
;τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀ. Arist.HA 573b16
, etc.; ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀ. τρεῖς δακτύλους wanting three fingers of four cubits, Hdt.1.60, cf. 7.117; : c. inf., ὀλίγον ἀπέλιπον ἐς Ἀθήνας ἀπικέσθαι wanted but little of coming, Hdt.7.9.ά; βραχὺ ἀ. διακόσιαι γενέσθαι Th.7.70
; ;ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plu. Tim.
I.3 c. part., leave off doing,ἀ. λέγων X.Oec.6.1
: abs., ὅθεν ἀπέλιπες from the point at which.., Pl.Grg. 497c, cf. Phd. 78b, Is.5.12.B [voice] Med. ([tense] aor. ἀπελιπόμην in A.R.1.399 (tm.)), like [voice] Act.1.1, bequeath to posterity, Hdt.2.134 codd.; cf. ἀπολείψεται· ἐάσεται, Hsch.C [voice] Pass., to be left behind, stay behind, Th.7.75 (v. l. for ὑπο-) X. Cyr.1.4.20; ; to be unable to follow an argument, be at a loss, Pl.Tht. 192d.2 to be distanced by, inferior to,ἀ. [ἀπὸ] τῶν ἄλλων θηρίων Diocl.Fr.145
; to be inferior,ἔν τισι Isoc.12.61
.II to be absent or distant from, c. gen.,πολὺ τῆς ἀληθηΐης ἀπολελειμμένοι Hdt.2.106
, cf. Pl.R. 475d; (lyr.): c. gen. pers., X.Mem.4.2.40, Pl.Smp. 192d: abs., E.Or. 80, Pl.Phdr. 240c; to be deprived of,τοῦ σοῦ.. μὴ ἀπολείπεσθαι τάφου S.El. 1169
;πατρῴας μὴ ἀ. χθονός E.Med.35
;τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν Id.Or. 216
.2 to be wanting in, fall short of,ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη Ar.Eq. 525
; τοῖς ἀπολειφθεῖσι (sc.τῆς παιδείας D.18.128
, cf. Isoc.12.209; ἀπολειφθεὶς ἠμῶν without our cognizance, D.19.36; to be left in ignorance of..,Id.
27.2; καιροῦ ἀ. miss the opportunity, Id.34.38, cf. Isoc.3.19; θεάματος, ἑορτῆς ἀ., Luc.DMar.15.1, Sacr.1;εἰσβολῆς Isoc.14.31
.3 remain to be done, Plb.3.39.12: impers., ἀπολείπεται λέγειν, διδάσκειν, D.L.7.85, S.E.M.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολείπω
-
2 απολειπω
1) оставлять нетронутым(σάρκας Hom.)
ἀπολείπεται λέγειν Diog.L. — остается сказать2) тж. med. оставлять после себя(πυραμίδα Her.)
3) оставлять, покидать, бросать(δόμον Hom.; ξυμμαχίαν Thuc.; ἄνδρα Dem., Plut.)
ὅθεν ἀπέλιπες ἀποκρίνου Plat. — продолжай отвечать с того места, на котором ты остановился4) расставаться (с чем-л.), терять(ψυχάν Pind.; βίον Soph.; νέαν ἁμέραν Eur.)
; pass. не иметь, быть лишенным(τινος Soph., Plat.)
τῶν πρὴν ἀπολειφθεὴς φρενῶν Eur. — впавший в безумие;μεγάλης ἡδονῆς ἀπολελεῖφθαι Plut. — лишиться большого удовольствия5) оставлять в стороне, обходить молчанием(συχνά Plat.)
ἀπολειφθῆναί τινος Dem. — быть в неведении относительно чего-л.6) тж. med. оставлять позади, обгонять(τινα Lys., Xen.)
ἀ. τινὰ περί τι Isocr. — превосходить кого-л. в чем-л.;pass. — уступать (ἔν τινι Isocr.) и отставать Xen., Plat.πολὺ ἀπολείπεσθαι τῆς ἀληθείας Her., Polyb.; — быть далеким от истины7) отстоять, не достигатьἀπὸ τεσσέρων πήχεων ἀ. τρεῖς δακτύλους Her. — быть размером в четыре пехия без трех дактилей;
βραχὺ ἀπέλιπον διακόσιοι γενέσθαι Thuc. — их было почти двести;ἐφέπεσθαι ἀπολιπόντες ὡς πλέθρον Xen. — следовать на дистанции приблизительно в плетр;ἥ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plut. — город чуть не обезлюдел;ἀπολείπεσθαι καιροῦ Isocr., Dem.; — упускать благоприятный момент8) уходить, удаляться(ἐκ τῶν Συρακουσῶν Thuc.)
9) уменьшаться, убывать(ὅ Νεῖλος ἀπολείπει Her.; ἥ σελήνη ἀπολείπει Arst.)
καρπὸς οὐκ ἀπολείπει Hom. — плоды не переводятся10) увядать(ἄνθος ἀπολείπει Xen.)
11) падать духом(ἀθύμως ἔχειν καὴ ἀ. Xen.)
-
3 διαρταω
1) подвешивать(Polyb. - v. l. διαττάω)
2) разобщать, отрезыватьδιηρτῆσθαι Sext. — быть (логически) несвязным3) pass. быть обманываемым Men. -
4 ἀπο-λείπω
ἀπο-λείπω, 1) übrig lassen, zurücklassen, z. B. Speisen, Od. 9, 292; selten in Prosa, wo καταλείπειν in dieser Bdtg üblicher. – 2) verlassen, bes. im Unglück verlassen, einen Ort unvertheidigt lassen, δόμον Il. 12, 169; τῆς ϑεοῦ ἀπολελοιπυίης τὴν ἀκρόπολιν Her. 8, 41; τετρωμένον Plat. Conv. 220 e; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 29; den Mann verlassen, von der Frau, Dem. 30, 4; τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπών Pind. P. 3, 101, wie Soph. Phil. 1143; βίον Xen. Mem. 4, 8, 1; τὴν ἀγοράν, d. i. nicht mehr auf dem Markt erscheinen, Plut. Pomp. 23; auch außer Acht lassen, unterlassen, γοητείας, προϑυμίας οὐδέν, Plat. Rep. X, 602 d Conv. 210 a; Thuc. 8, 22; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῠν ἀπέλιπον Dem. 54, 4. – 3) im Wettlauf hinter sich zurücklassen, Xen. Cyr. 8, 3, 25; dah. übertreffen, τοσοῠτον τοὺς ἄλλους ἀπολέλοιπε, ὥστε Isocr. 4, 50. Aehnl. fehlen lassen, z. B. ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπολείπουσα τρεῖς δακτύλους, sie hatte vier Ellen weniger drei Zoll, Her. 1, 60, vgl. 1, 117. – 4) absol. intrans., davon gehen, Her. 2, 14. 22, wo der accus. aus dem Zusammenhang sich ergiebt; ἐκ Συρακουσῶν, d. i. Syrakus verlassen, Thuc. 5, 4; ἐκ τῶν Μηδικῶν, aus dem Perserkrieg abziehen, 3, 10; ὅϑεν ἀπέλιπον, von wo ich (im Reden) abgeschweift war, Is. 5, 11; Plat. Gorg. 497 c u. sonst; ἔνϑεν λέγων ἀπέλιπες Xen. oec. 6, 1; bei Maaßbestimmungen, entfernt sein, ὡς πλέ ϑρον Xen. An. 6, 3, 11 u. öfter; ἀρετῆς Plat. Lach. 199 d; μικρὸν ἀπολείπω ποιεῖν τι, ich bin nicht weit entfernt, es zu thun, Plut.; ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Timol. 1; τοῦ πολέμου μικρὸν ἀπολείποντος συνῃρῆσϑαι ib. 9; μικρὸν ἀπέλιπον διακόσιαι γενέσϑαι, es waren beinahe 200, Thuc. 7, 70; Her. 7, 9, 1; – verbraucht werden, ausgehen, τάων ὁὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ' ἀπολείπει Od. 7, 117; ὑποδήματα, abgehen, Xen. An. 4, 5, 14; zurückbleiben, wie Her. 7, 221 auch ἀπελίπετο braucht. – Gew. aber so – 5) pass., a) ἀπολείπεσϑαί τινος, hinter Einem zurückbleiben, ihm nicht folgen können, Xen. Cyr. 3, 1, 42 u. öfter; mit τὸ (τοῦ v. l.) μὴ ἀκολουϑεῖν Cyr. 5, 1, 24; πολὺ τῆς ἀληϑείας Her. 2, 106, wie Pol. 1, 4; τῶν καιρῶν, sie nicht zweckmäßig benutzen, Isocr. 3, 19; Dem. 34, 38; τῶν πραγμάτων, die Lage der Dinge nicht durchschauen, 27, 2; τῶν ἐμαυτοῦ κακῶν, nichts davon ahnen, Lys. 1, 15. – b) sich entfernen, verlassen, ἀλλήλων Plat. Conv. 192 d; συνουσίας Tim. 17 a. – c) beraubt werden, Soph. El. 1160; Eur. Or. 216 Med. 35.
-
5 παρεσις
- εως ἥ1) отпускание, отпуск(ἥ Διονυσίου π. ἐκ Συρακουσῶν Plut.)
2) расслабление3) отпущение, прощение -
6 διαρτάω
A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10.II to separate,διδύμους Ph.2.303
, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5;τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25
;διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7
: c. gen.,σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509
; dismember, Plot.6.9.5; interrupt,τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40
; forced apart,Id.
Comp.20;διηρτημένων.. φωνῶν Demetr.Lac.1014.48
F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connexion, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρτάω
См. также в других словарях:
Αγαθοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Συρακουσών (Θέρμες 361 – Συρακούσες 289 π.Χ.). Γιος αγγειοπλάστη, φυγάδας από το Ρήγιο, έγινε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δημοκρατικής παράταξης στις Συρακούσες, τόσο για τα ρητορικά όσο και για τα… … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… … Dictionary of Greek
Λεοντίνοι — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο ο οποίος υψωνόταν στην πεδιάδα Λεόντιον, μεταξύ Κατάνης και Συρακουσών. Ιδρύθηκε το 730 π.Χ. από Νάξιους αποίκους και δεν άργησε να γίνει στόχος διαφόρων κατακτητών. Το 498 π.Χ. την κατέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek